- ἀκόμμωτος
- ἀκόμμωτος, ον,A unpainted; metaph., without meretricious ornament,
ὕμνος Them.Or.18.218b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕμνος Them.Or.18.218b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακόμμωτος — η, ο αυτός που δεν περιποιείται τα μαλλιά του: Oρισμένοι προτιμούν να είναι ακόμμωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκομμώτου — ἀκόμμωτος unpainted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)